- απεργάζομαι
- (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω)Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακόαρχ.-μσν.καθιστώαρχ.1. αποτελειώνω κάτι2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας4. προξενώ, δημιουργώ5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο6. εξοφλώ χρέος7. (μτχ. πρκμ.) (Ι) ἀπειργασμένοςτέλειος, τέλεια καμωμένοςII. μσν. ἀπεργάζω1. κατασκευάζω με τέχνη2. προξενώ, δημιουργώ, παράγω.
Dictionary of Greek. 2013.